- νεοαποικιοκρατία
- η , νεοαποικιοκρατίασμός ο неоколониализм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
νεοαποικιοκρατία — η (οικον. πολ.) πολιτική ενός ισχυρού κράτους ή ομάδας χωρών που έχει ως στόχο τη συνέχιση με νέες μορφές και νέες μεθόδους τής οικονομικής εκμετάλλευσης τών πρώην αποικιών που έχουν ανακηρυχθεί σε ανεξάρτητα κράτη και τη διασφάλιση τής πολιτικής … Dictionary of Greek
νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… … Dictionary of Greek
νεοαποικιοκράτης — ο αυτός που εφαρμόζει ή υποστηρίζει τη νεοαποικιοκρατία … Dictionary of Greek
νεοαποικιοκρατικός — ή, ό αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή προσιδιάζει στη νεοαποικιοκρατία και στον νεοαποικιοκράτη («νεοαποικιοκρατικό καθεστώς») … Dictionary of Greek
νεοαποικισμός — ο νεοαποικιοκρατία … Dictionary of Greek
Αφρική — Μία από τις πέντε ηπείρους. Βρίσκεται στο ανατολικό ημισφαίριο, στα νότια της Ευρώπης και στα δυτικά της Ασίας. Μολονότι αποτελεί μέρος, μαζί με την Ευρώπη και την Ασία, της Αρχαίας Ηπείρου, η απέραντη αυτή ήπειρος διαφέρει ουσιαστικά από αυτές,… … Dictionary of Greek